πάρεργο(ν)

πάρεργο(ν)
το побочная работа, побочное занятие;

τό έχω ως πάρεργο(ν) — это у меня побочное занятие


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πάρεργο(ν)" в других словарях:

  • πάρεργος — η, ο / πάρεργος, ον, ΝΑ 1. αυτός που γίνεται εκτός από το κύριο έργο και δεν είναι τόσο σημαντικός όσο αυτό, επουσιώδης, δευτερεύων, παραπανήσιος 2. το ουδ. ως ουσ. το πάρεργο επουσιώδης ασχολία, δευτερεύουσα απασχόληση (α. «τό έχω ως πάρεργο» β …   Dictionary of Greek

  • παρέργιον — τὸ, Α [πάρεργον] επουσιώδες ή επιπρόσθετο έργο, το πάρεργο …   Dictionary of Greek

  • παραγυμνάζω — ΝΑ νεοελλ. γυμνάζω υπερβολικά, για πολύ χρόνο ή σε μεγάλο βαθμό αρχ. γυμνάζω κάποιον ως πάρεργο …   Dictionary of Greek

  • παραχρώμαι — άομαι, ΜΑ μσν. 1. κάνω ερωτικές καταχρήσεις («παραχράται πολύ σφοδρῶς συνουσιάζει, ἀκολάστως μίγνυται εἴρηται δὲ καὶ περὶ ἐκάστου πράγματος ὅ ἐκ περιουσίας γίνεται», λεξ. Σούδα) 2. κάνω κατάχρηση λέξεως («Σοφοκλής παραχρᾱται τῇ λέξει… …   Dictionary of Greek

  • παρεμπόρευμα — εύματος, το, ΝΑ [παρεμπορεύομαι] νεοελλ. ναυτ. μικρής ποσότητας και αξίας εμπόρευμα, το οποίο μεταφέρεται με τη φροντίδα αξιωματικών ή ανδρών τού πληρώματος, χωρίς να καταβληθεί ναύλος ή να γίνει σχετική εγγραφή και το οποίο αποτελεί πηγή άδηλων… …   Dictionary of Greek

  • παρεργάτης — ὁ, Α αυτός που εκτός από την κύρια ασχολία του έχει και άλλη επιπρόσθετη, αυτός που ασχολείται επιπροσθέτως με κάτι ως πάρεργο («κομψός γ ὁ κήρυξ καὶ παρεργάτης λόγων», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • Κορομηλάς — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 και λογίων που έδρασαν μετά την απελευθέρωση. 1. Ανδρέας (1811 – 1858). Αγωνιστής του 1821 και εκδότης. Ήταν γιος του Χατζή Λάμπρου Κόσκορη (βλ. 3.). Σε ηλικία δεκαπέντε ετών έλαβε μέρος στη μάχη του… …   Dictionary of Greek

  • παιδική λογοτεχνία — Aκόμα και ο ορισμός υπήρξε, στις αρχές του 20ού αι., το κέντρο οξύτατης πολεμικής. Θεωρητικά, δεν μπορεί να διακρίνει κάποιος με ακρίβεια την παιδική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενηλίκους, αν και υπάρχουν βέβαια ορισμένα βιβλία που… …   Dictionary of Greek

  • παιδικό θέατρο — Όλες οι μορφές του θεάματος (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, τσίρκο κ.ά.) συνδέονται στενά με το παιδί, διότι συγκαταλέγονται στη ζωτικότερη κατηγορία για τα παιδιά, το παιχνίδι. Αν αρχίσουμε από το αρχαιότερο θέαμα του κόσμου, το θέατρο,… …   Dictionary of Greek

  • πάρεργος — η, ο αυτός που είναι έξω από το κύριο έργο, η λιγότερο σημαντική απασχόληση: Το νοικοκυριό το έχει για πάρεργο, γιατί όλη τη μέρα πηγαίνει σε επισκέψεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»